ἀνάδηλος

ἀνάδηλος
ἀνάδηλος, ον,
A evident, Phld.Rh.2.246S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανάδηλος — ἀνάδηλος, ον (Α) πασίδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δηλος < δῆλος «φανερός». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀναδηλῶ] …   Dictionary of Greek

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • αναδηλώ — ἀναδηλῶ ( όω) [ἀνάδηλος] (ΑΜ) γνωστοποιώ, υποδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”